Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αντιστύλι (το)

υποστήριγμα, αντέρεισμα, ξύλινο ή σιδερένιο ραβδί, με το οποίο στηρίζει κανείς κάτι (δέντρο, τοίχο κ.λπ.) να μην πέσει.
“Έβαλα την πλάτη μου αντιστύλι” – “Και όταν το δέντρο ξεραθεί και γύρει τ΄ αντιστύλι, / Θανάση Διάκο, κι ο Κισσός, το ξέρεις γονατίζει” ΒΑΛ. Αθ. Διάκος, 174.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀντ(ι)στύλι:  /τὸ/ (ἀντὶ-στύλος) = ἀντέρεισμα, ἀντιστήριγμα, στήριγμα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


ἀντιστύλι (τό):  ἀντέρεισμα, ἀντιστήριγμα, στήριγμα.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.