Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αντικόβω

αντιλέγω, επεμβαίνω στη συζήτηση διακόπτοντας κάποιον
“Μην με αντικόβεις” – “Με αντέκοψες και δε θυμάμαι τι έλεγα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀντ(ι)κόβω: (ἀντὶ-κόπτω) = ἀνακόπτω, ἀντικρούω, ἀντιλέγω, ἐναντιοῦμαι.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.