αντ’γός (αντηγός) (ο)
- υπαίθριο αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. Ο αντ΄γός (αντγός) ήταν έξω από το σπίτι, στην αυλή, στον κήπο ή αλλού, σιμά πάντα, και αποτελούσε απλώς ένα σανιδένιο ή λαμαρινένιο προκάλυμμα.
- το πίσω μέρος του σπιτιού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀντηγὸς: /ὁ/ (ἀντὶ-ἄγω, Ἰ. antare;) = τόπος προκεκαλυμμένος, ὑπήνεμον, ἀφοδευτήριον, αὐλάκι ὄπισθεν τῆς οἰκίας πρὸς ἀνωφέρειαν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ἀντηγός (ὁ): ἀνωφερές αὐλάκι στό πίσω μέρος τῆς οἰκίας.
Κατά τόν Χριστόφορο Λάζαρη προέρχεται ἀπό τό ἀντι-ἄγω, – ἀγός.
Κατά τόν Χριστόφορο Λάζαρη προέρχεται ἀπό τό ἀντι-ἄγω, – ἀγός.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Ἀντιγὸς (ἄντιος). Τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς οἰκίας.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός