Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αντ’γός (αντηγός) (ο)

  1. υπαίθριο αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. Ο αντ΄γός (αντγός) ήταν έξω από το σπίτι, στην αυλή, στον κήπο ή αλλού, σιμά πάντα, και αποτελούσε απλώς ένα σανιδένιο ή λαμαρινένιο προκάλυμμα.
  2. το πίσω μέρος του σπιτιού.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀντηγὸς:  /ὁ/ (ἀντὶ-ἄγω, Ἰ. antare;) = τόπος προκεκαλυμμένος, ὑπήνεμον, ἀφοδευτήριον, αὐλάκι ὄπισθεν τῆς οἰκίας πρὸς ἀνωφέρειαν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


ἀντηγός (ὁ): ἀνωφερές αὐλάκι στό πίσω μέρος τῆς οἰκίας.
Κατά τόν Χριστόφορο Λάζαρη προέρχεται ἀπό τό ἀντι-ἄγω, – ἀγός.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

Ἀντιγὸς (ἄντιος). Τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς οἰκίας.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.