Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αντέτα (η)

  1. ζωηρός τύπος, μεγάλη μάρκα, κακή πάστα:”Αυτός είναι μεγάλη αντέτα”
  2. συνήθεια: “Το ΄χει αντέτα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀντέτα: /ἡ/ ἐπίθ. (Ἰτ. adieto, T. ἀdέτ) = πανοῦργος, πονηρός, ἀπατηλός: «ξέρ’ς τί ἀντέτα σοὖν’ αὐτός;».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.