αντέτα (η)
- ζωηρός τύπος, μεγάλη μάρκα, κακή πάστα:”Αυτός είναι μεγάλη αντέτα”
- συνήθεια: “Το ΄χει αντέτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀντέτα: /ἡ/ ἐπίθ. (Ἰτ. adieto, T. ἀdέτ) = πανοῦργος, πονηρός, ἀπατηλός: «ξέρ’ς τί ἀντέτα σοὖν’ αὐτός;».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης