Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανταριάζω -ομαι

  1. ξεσηκώνω ταραχή, προκαλώ σύγχυση, αντάρα.
    “Μας ανταριάσατε με τις φασαρίες σας” – “Ανταριάστηκα από όσα μου είπε άπρεπα λόγια κι έγινα Τούρκος”. “Τον αντάριασαν στο ξύλο τον άνθρωπο”.
    ΒΑΛ. Φωτεινός, Β΄ 258: “… και τα σπουργίτια ανταριαστούν στην κόρνια τους το βράδυ”
  2. σκοτεινός και ομιχλώδης καιρός: “αντάριασε όλος ο τόπος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνταριάζω: (ἀντὶ-αἵρω, ἀνὰ-ταράσσω 😉 = προκαλῶ θόλωσιν τῆς ἀτμοσφαίρας, σύγχυσιν, ταραχήν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.