ανταριάζω -ομαι
- ξεσηκώνω ταραχή, προκαλώ σύγχυση, αντάρα.
“Μας ανταριάσατε με τις φασαρίες σας” – “Ανταριάστηκα από όσα μου είπε άπρεπα λόγια κι έγινα Τούρκος”. “Τον αντάριασαν στο ξύλο τον άνθρωπο”.
ΒΑΛ. Φωτεινός, Β΄ 258: “… και τα σπουργίτια ανταριαστούν στην κόρνια τους το βράδυ” - σκοτεινός και ομιχλώδης καιρός: “αντάριασε όλος ο τόπος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνταριάζω: (ἀντὶ-αἵρω, ἀνὰ-ταράσσω 😉 = προκαλῶ θόλωσιν τῆς ἀτμοσφαίρας, σύγχυσιν, ταραχήν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης