αντάρα (η)
ομίχλη, βαριά, χαμηλή συγνεφιά, αλλά και ταραχή και μεγάλη σύγχυση. Βρισιές, κατάρες, οχλοβοή, καταχνιά κ.λπ.
“Ευτυχώς η αντάρα διαλύθηκε” – “Τσακώθηκαν στη βουλή και τα ΄καμαν αντάρα” – “Κάμαμε ένα φαγοπότι που πήγε αντάρα”.
Κατάρα: ΒΑΛ. Κλέφτης, 7, 18 (Στιχουργήματα): “Δεν εφαίνετο ένα αστέρι, / τόση αντάρα επλημμυρούσε το κατάμαυρον αέρι”.
Κατάρα: “Να γίν΄ς καπνός κι αντάρα, Παναγιά μου!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀντάρα: /ἡ/ (ἀντὶ-αἵρω, ἀνὰ-ταράσσω 😉 = ὁμίχλη, νέφωσις, ποῦσι, ὀχλοβοή, σύγχυσις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης