ανταμικός -ή -ό
Κατόπιν κοινής συμφωνίας, οι γεωργοί του νησιού έσμιγαν τις δυνάμεις τους, σε ζώα κι ανθρώπους και καλλιεργούσαν τα κτήματά τους από κοινού, ανταμικά, και τα μεροδούλια δανεικά. Σήμερα στο δικό μου αμπέλι ή χωράφι, αύριο στο δικό σου κ.ο.κ. “Θα κάνομε ανταμικό τρύγο εφέτος με τον τάδε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνταμικὸς -ὴ -ὸ: (ἐν τῷ ἅμᾳ) = ἐπίκοινος, συνιδιόκτητος, συνεταιρικός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης