ανήξερος (ο)
αυτός που δεν ξέρει, που δεν έχει πληροφορηθεί, που έχει άγνοια.
“Είναι ανήξερος από τη δουλειά αυτή” – “ανήξερος από πολέμους και ταλαιπωρίες” ή κάνει τον ανήξερο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνήξερος -η -ο: (ἀ-εἰξεύρω) = ἀνίδεος, ἀγνοῶν, ἀπληροφόρητος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης