Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανήξερος (ο)

αυτός που δεν ξέρει, που δεν έχει πληροφορηθεί, που έχει άγνοια.
“Είναι ανήξερος από τη δουλειά αυτή” – “ανήξερος από πολέμους και ταλαιπωρίες” ή κάνει τον ανήξερο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνήξερος -η -ο:  (ἀ-εἰξεύρω) = ἀνίδεος, ἀγνοῶν, ἀπληροφόρητος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.