Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανήλιαγος (ο)

ο τόπος, ο χώρος που δεν τον βλέπει ήλιος, άρα ο σκοτεινός, ο ψυχρός, ο ανθυγιεινός.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνήλιαγος -η -ο: (ἀ-ἥλιος) = ἀνήλιος, σκοτεινός, ψυχρός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

(2) Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.