Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανεβατός -ή -ό

το καλοζυμωμένο και καλοψημένο ψωμί, που γι΄ αυτό και φουσκώνει.
Ανεβατή λένε το είδος καλαμποκίσιου ψωμιού που φουσκώνει. (λειψή).
άσμα δημοτικόν – του χορού:
“του ναύτη η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδια / και με τα δάκρυα ζύμωνε και με το μοιρολόγι / ψωμάκι μου, μην ανεβείς, φούρνε μου, μην καπνίσεις. / Όσο να παν τα κάτεργα και φύγουν τα καράβια / να μείνει ο Γιώργος μου και μείνει το παιδί μου” (Γ.Χ.Μαραγκός. “Γλωσσάριον”).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ἀνεβατὸ § οὕτω καλεῖται ὁ ἐξωγκωμένος ἄρτος διὰ τὴν καλὴν αὐτοῦ ζύμωσιν καὶ ἔψησιν.

Σημ. Χρῶνται ταύτῃ κυρίως οἱ χωρικοί μας

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.