ανεμοδιώχτης (ο)
στον πληθυντικό. Μέρος του ανεμόμυλου. Δυο μεγάλες σανίδες που καρφώνονταν σε όλο το μήκος του καβαλάρη και που κάλυπταν τα κενά που άφηναν οι κάθετες σανίδες της στέγης στο σημείο που εσμιγαν, γαι να μην μπαίνει αέρας ή το νερό της βροχής μέσα στο μύλο. Προφύλαγαν δηλαδή τη σκεπή όπως ακριβώς τα κεραμίδια στους καβαλάρηδες των σπιτιών.
Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη