ανέμη (η)
καλαμένιο σύνεργο γύρω στο οποίο μπαίνει η ματσέτα του νήματος και με την περιστροφή της ανέμης που ενεργείται με το ανεμίδι, η κλωστή περνάει και γεμίζει τα μικρά καλαμένια μασούρια του ανεμιδιού. Έχει σχήμα πολυγωνικό, κολούρου κώνου και αποτελείται από σταυρούς και καλάμια. Η ανέμη στηρίζεται στον ορθοστάτη ή ανεμοστάτη, που είναι μπηγμένος σε πέτρινη ξύλινη βάση.
“Κόκκινη κλωστή δεμένη / στην ανέμη τυλιγμένη, / δώσ΄ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι να αρχινήσει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνέμη: /ἡ/ (ἀν(α)- ἱμάω) = καλάμινον ἐργαλεῖον περιστροφῆς ἐπὶ τοῦ ὁποίου περιτίθεται ἡ ματσέτα (κοῦκλα) τοῦ νήματος ἵνα εὐοδωθῇ ἡ μεταφορά του εἰς κουβάρια ἢ μασούρια.
Ἀνέμη = ἐργαλεῖο πού περιστρέφεται ὀριζόντια μέ τό τράβηγμα τοῦ νήματος ἀπ᾿ τό ἀνεμίδι πού ἔχει τοποθετηθεῖ πρωτίστως σέ αὐτή.