Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αναβρακάτος (ο)

ανασκουμπωμένος, παλικαράς.
Δημοτικό σατυρικό: “κόκκορας αναμπρακάτος, σιδερομουστακάτος”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀναβρακᾶτος -η -ο:  (ἀνὰ –  Ἰ. braca, abbrasciare) = ἐξημμένος, ἐπιδεικτικός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.