Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανασταίνω

δίνω μεγάλη βοήθεια σε κάποιον, ευωδιάζω, μοσχοβολάω.
“Εγώ τον ανέστησα και τον έσωσα από την χρεωκοπία” – “Ανασταίνει όλη η γειτονιά από τη μοσχοβολιά του κήπου μας” – “Το τριαντάφυλλο ανασταίνει (=μοσχομυρίζει) – “Το φαΐ πόφτιαξες ανασταίνει, μοσχοβολάει..”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνασταίνω:  (ἀνίστημι) = ἐγείρω ἐκ νεκρῶν, ἀναζωογονῶ, εὐωδιάζω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

 
 Ἀνασταίνει = μοσχοβολάει, κάτι πού ἡ μοσχοβολή του προκαλεῖ εὐφορία, ἀνασταίνει τό γαρύφαλλο (μοσχοβολάει τό γαρύφαλλο).
 
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Ἀνασταίνω § σώζω τινά. Π. μ᾿ ἀνάστησες τὸ σπῆτι = τὀ ἔσωσες ἐκ δεινῶν. § ἀνατρέφω Π. τί ὑποφέρ᾿ ἡ μαύρη μάννα ὅσῳ μ᾿ ἀναστήσῃ τὰ παιδιά· § Οὐδ. εὐωδιάζω. Π. ἀνασταίνει σἀ᾿ μόσκος.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.