ανασταίνω
δίνω μεγάλη βοήθεια σε κάποιον, ευωδιάζω, μοσχοβολάω.
“Εγώ τον ανέστησα και τον έσωσα από την χρεωκοπία” – “Ανασταίνει όλη η γειτονιά από τη μοσχοβολιά του κήπου μας” – “Το τριαντάφυλλο ανασταίνει (=μοσχομυρίζει) – “Το φαΐ πόφτιαξες ανασταίνει, μοσχοβολάει..”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνασταίνω: (ἀνίστημι) = ἐγείρω ἐκ νεκρῶν, ἀναζωογονῶ, εὐωδιάζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀνασταίνει = μοσχοβολάει, κάτι πού ἡ μοσχοβολή του προκαλεῖ εὐφορία, ἀνασταίνει τό γαρύφαλλο (μοσχοβολάει τό γαρύφαλλο).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ἀνασταίνω § σώζω τινά. Π. μ᾿ ἀνάστησες τὸ σπῆτι = τὀ ἔσωσες ἐκ δεινῶν. § ἀνατρέφω Π. τί ὑποφέρ᾿ ἡ μαύρη μάννα ὅσῳ μ᾿ ἀναστήσῃ τὰ παιδιά· § Οὐδ. εὐωδιάζω. Π. ἀνασταίνει σἀ᾿ μόσκος.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου