Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανασκουμπώνω -ομαι

ανασηκώνω τα μανίκια, ανασείρω το φουστάνι μπροστά, ώστε να σχηματίζει πίσω κούδα (=ουρά). Η λέξη λέγεται κυρίως για τις Λευκαδίτισσες με την παραδοσιακή φορεσιά.
“Ανασκουμπώθηκε και πάει στ΄ αμπέλι” – “ανασκούμπωσε τα μανίκια της για να ζυμώσει” – “ανασκουμπώθηκα να πλύνω”
μτφ.: “ανασκουμπωθείτε τώρα να δουλέψομε” – “ανασκουμπώθηκε να τελειώσει τις σπουδές του”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνασκ(ου)μπώνω -ομαι:  (ἀνὰ-συν-κομβώνω) = ἀνασύρω τὰς περιχειρίδας, ἀνασηκώνω τὰ μανίκια.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.