ανασκουμπώνω -ομαι
ανασηκώνω τα μανίκια, ανασείρω το φουστάνι μπροστά, ώστε να σχηματίζει πίσω κούδα (=ουρά). Η λέξη λέγεται κυρίως για τις Λευκαδίτισσες με την παραδοσιακή φορεσιά.
“Ανασκουμπώθηκε και πάει στ΄ αμπέλι” – “ανασκούμπωσε τα μανίκια της για να ζυμώσει” – “ανασκουμπώθηκα να πλύνω”
μτφ.: “ανασκουμπωθείτε τώρα να δουλέψομε” – “ανασκουμπώθηκε να τελειώσει τις σπουδές του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνασκ(ου)μπώνω -ομαι: (ἀνὰ-συν-κομβώνω) = ἀνασύρω τὰς περιχειρίδας, ἀνασηκώνω τὰ μανίκια.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης