Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανασκοπή (η)

λεπτομερέστατη εξέταση, σεβασμός, φόβος, συγκράτηση λόγω σεβασμού.
“Δεν έχει καμίαν ανασκοπή σε κανένα” = δεν υπολογίζει τίποτα.
“Στα ερωτικά ζητήματα, καμία ανασκοπή δεν έχει” – “Κλέβει αράδα στο ζύγι, χωρίς ανασκοπή”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνασκοπὴ: /ἡ/ (ἀνὰ- σκοπέω-ῶ) = ἀναμελέτησις, ἐπανεξέτασις, ἐπιφύλαξις, ἐνδοιασμός, εὐλάβεια, σεβασμός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.