ανασκοπή (η)
λεπτομερέστατη εξέταση, σεβασμός, φόβος, συγκράτηση λόγω σεβασμού.
“Δεν έχει καμίαν ανασκοπή σε κανένα” = δεν υπολογίζει τίποτα.
“Στα ερωτικά ζητήματα, καμία ανασκοπή δεν έχει” – “Κλέβει αράδα στο ζύγι, χωρίς ανασκοπή”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνασκοπὴ: /ἡ/ (ἀνὰ- σκοπέω-ῶ) = ἀναμελέτησις, ἐπανεξέτασις, ἐπιφύλαξις, ἐνδοιασμός, εὐλάβεια, σεβασμός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης