αναπάψω
Αναπάψω: (ανά+παύω). Αναπαυμένος πλήρως είναι μόνον ο νεκρός (μακάριος). Εδώ με την έννοια «θα σε κάνω μακάριο» = θα σου αφαιρέσω τη ζωή.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Αναπάψω: (ανά+παύω). Αναπαυμένος πλήρως είναι μόνον ο νεκρός (μακάριος). Εδώ με την έννοια «θα σε κάνω μακάριο» = θα σου αφαιρέσω τη ζωή.