Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αναμεράω ή αναμερίζω

  1. δίνω τόπο να περάσει κάποιος, παραμερίζω
  2. τακτοποιώ το σπίτι, την αποθήκη ή άλλους σχετικούς χώρους: “Αναμέρησα όλο το σπίτι” – “Αύριο θα με βοηθήσεις να αναμερήσομε το σπίτι”
  3. εχθρική διάθεση: “Άμα τον βλέπεις, να αναμεράς …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀναμεράω:  (ἀνὰ-μέρος) = παρέχω τόπον, παραμερίζω, ὑποχωρῶ.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Παραμερίζω, πηγαίνω αλλού. Ανάμετα, επίρρημα κατά μέρος. Αναμεράω, αποσύρομαι. Θυμόμαστε εδώ και το στίχο του Βαλαωρίτη, “μέριασε βράχε να διαβώ”.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ἀναμεράω καὶ ἀναμεριάζω = θέτω τὰ πράγματα ἕκαστον εἰς τὸ ἴδιον αὐτοῦ μέρος· § Μέσ. τραβιῶμαι κατὰ μέρος.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἀνὰ-μέρος ἐγένετο ἀναμεράω, ἐξ οὗ ἀναμεριάζω. (Σύλλ. 6. 8).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.