αναμεράω ή αναμερίζω
- δίνω τόπο να περάσει κάποιος, παραμερίζω
- τακτοποιώ το σπίτι, την αποθήκη ή άλλους σχετικούς χώρους: “Αναμέρησα όλο το σπίτι” – “Αύριο θα με βοηθήσεις να αναμερήσομε το σπίτι”
- εχθρική διάθεση: “Άμα τον βλέπεις, να αναμεράς …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναμεράω: (ἀνὰ-μέρος) = παρέχω τόπον, παραμερίζω, ὑποχωρῶ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Παραμερίζω, πηγαίνω αλλού. Ανάμετα, επίρρημα κατά μέρος. Αναμεράω, αποσύρομαι. Θυμόμαστε εδώ και το στίχο του Βαλαωρίτη, “μέριασε βράχε να διαβώ”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀναμεράω καὶ ἀναμεριάζω = θέτω τὰ πράγματα ἕκαστον εἰς τὸ ἴδιον αὐτοῦ μέρος· § Μέσ. τραβιῶμαι κατὰ μέρος.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἀνὰ-μέρος ἐγένετο ἀναμεράω, ἐξ οὗ ἀναμεριάζω. (Σύλλ. 6. 8).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου