Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αναμάρα (η)

έξαψη του σώματος, ζέστα
“Έχει μια αναμάρα και δεν μπορώ να κουνηθώ” – “Κουράστηκα πολύ και τώρα έχω αναμάρα,άναψα όλη”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


φράση: “Αναμάρα μου” =τρομάρα μου

Κάλαμος – Ρέα Σ. Μανωλάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.