αναμάρα (η)
έξαψη του σώματος, ζέστα
“Έχει μια αναμάρα και δεν μπορώ να κουνηθώ” – “Κουράστηκα πολύ και τώρα έχω αναμάρα,άναψα όλη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
φράση: “Αναμάρα μου” =τρομάρα μου
Κάλαμος – Ρέα Σ. Μανωλάτου