Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ανακόλλι (το) και ανακώλι

θεραπευτικό σκεύασμα, μείγμα από ρακί, ασπράδι αυγού, σαπουνιού μπουγάδας, λαδιού, λιβανιού.
Το έβαναν στη θέση του σημερινού γύψου σε σπασμένα χέρια και πόδια.
Γινόταν σκληρό σαν πέτρα και το ενίσχυαν ολόγυρα με λεπτά σανιδάκια, που τα ΄δεναν γερά με βούρλο: “… Τρίψε μάρμαρο ψιλό και βάλε στάχτη του κέδρου και άσπρο του αυγού να γενεί ωσάν αλοιφή. Έπειτα, βάλε το εις το τζάκισμα” (συντ. γιατροσοφιού, βλ. Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 162, συντ. 54, 146).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀνακόλλι:  /τὸ/ (ἀνὰ-κολλῶ) = ἐγχώριον ἔμπλαστρον ἐκ πολτοῦ κοινοῦ σάπωνος, ἐλαίου,  λιβάνου κ.λπ. πρὸς περαπείαν διαστρεπτικῶν οἰδημάτων.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Στην καθαρεύουσα ανακόλλημα. Είναι φυσικά το έμπλαστρο.
Προέρχεται από το ρήμα ανα-κολλώ, συγκολλώ. Το ανά εδώ δεν σημαίνει κολλώ εκ νέου, ξανά, αλλά ως μόριο ενωμένο με το ρήμα σημαίνει απλά κολλάω στην επιδερμίδα γα θεραπεία ή όπως λέγει το λεξικό “το δι΄ ου γίνεται κόλλησις”. Το επικόλλημα αλλιώς. Η γραφή του Ματαφιά “ανακώλια” είναι λαθεμένη, αφού το ρήμα είναι κολλώ (άλλο το κώλυμα, το κόλλημα, ναι, όπως και η κόλληση). Το λαογραφικό μέρος το καλύπτει ο Κοντομίχης.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


καταπλάσματα, ζεστά επιθέματα

(πρφθ) ανακωλήματα = έμπλαστρα

Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.