αναγκεύω
προκαλώ, ενοχλώ. πειράζω, κεντώ
“Μην αναγκεύεις το παιδί” = Μη το στενοχωρείς, το ενοχλείς.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀναγκεύω: (ἀνάγκη, ἀνακαίω; ) = προκαλῶ ἀνάγκην, πειράζω, ἐνοχλῶ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης