Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αναγκεμένος -η -ο

ο άρρωστος, ο πάσχων. το αμπέλι που προσβλήθηκε από την ανάγκη (=βαμβακίαση)
Κατάρα: “Μωρέ αναγκεμένο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀναγκεμένος -η -ο:  (ἀνάγκη, ἀνακαίω; ) = ἄνθρωπος νοσῶν, φρενοβλαβής, ἄμπελος προσβεβλημένη ἐκ βαμβακιάσεως.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.