Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αναφτα(γ)ούρα (η)

  1. η ξαφνική εξαφάνιση, η αναταραχή σε ζώα κι ανθρώπους: “Τι αναφταούρα έπεσε και χάθηκε η κότα; Τώρα μόλις την είδα” – “Μπα, ο Χριστιανός μου, πώς χάθηκε; Αναφταγούρα τον έπιασε;
    Κατάρα: “Μπα, κακή αναφταγούρα να πέσει!”
  2. Όταν κάτι δεν αβγατίζει, μένει στα ίδια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀναφταγοῦρα:  /ἡ/ (ἀνὰ-  πτοιάω -ομαι) = ἐξαφάνισις, καταστροφή.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βλ.  και ἀναφταγούγα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.