Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αναχαράζω

  1. μηρυκάζω, ξαναμασάω την τροφή μου. Λέγεται για τα μηρυκαστικά ζώα: Άγγ. Σικ. 875: “… και πίσω αϊτίσια να χιμήσει, / κι απ΄το κοπάδι αναχαράζοντας που τρώει το μετρητό χορτάρι, / ν΄ αδράξει τα βαθιά τετράψηλα / δυναμομέτωπο το κριάρι, …”
  2. όταν οι κότες κακαρίζουν πριν κάμουν αυγό, βλ. ξεχαράζω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀναχαράζω:  (ἀνὰ-χαράσσω) = ἀναμασῶ, μηρυκάζω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀναχαράζω § Μέσ. κυρίως ἐπὶ τῶν ὀρνίθων, ὅταν πρώτην φορὰν ἐρεθίζωνται πρὸς ὠοτοκίαν.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἀναχαράσσω. Τὴν λέξιν ὑπ᾿ ἄλλην σημασίαν ἀναφέρει ὁ Βυζ. καὶ ὁ Αἰνιὰν (Ἀθην. σ. 14). Ἡ δὲ σημασία αὕτη, ἣν οἱ Λευκάδιοι διετήρησαν, εἶνε ἀρχαιοτάτη (ἰδὲ Πλούταρχ. πολλαχοῦ).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.