Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμοσκάλη (η)

η μασχάλη.
μτφ.: τα πράγματα που μεταφέρομε, τοποθετώντας τα στη μασχάλη μας και τα βαστάμε με τον αντίστοιχο βραχίονα. “Μια αμασχάλη χορτάρι έφερα για τις γίδες μου” – “μια αμασχάλη κλαρί”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμοσκάλη:  /ἡ/ = μασχάλη, δέσμη συγκρατουμένη διὰ τοῦ βραχίονος ὑπὸ μασχάλην. «νιὰν ἀμοσκὰλ’ ἀμπελόφλο».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και ἀμασκάλη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.