αμορόζος -α -ο ή μορόζος -α -ο
ο αγαπητικός, εραστής (επί αθέμιτων σχέσεων).
Οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται κυρίως για παντρεμένους και παντρεμένες. “Δεν ντρέπεται παντρεμένος άνθρωπος με παιδιά και θέλει και μορόζα.” – “Έχει μορόζα ο προκομμένος, και τη συντηρεί κιόλας” – “Ας είναι καλά ο μορόζος της! Δεν ντρέπεται, αλήθεια, κοτζάμ΄ νοικοκυρά και με παιδιά της παντρειάς;”
Παλιότερα η μορόζα λεγόταν και “πιαστή”: “Την έχει πιαστή“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμορόζος -α -ο: (Ἰ. amoroso) = ἐραστής, ἀγαπημένος, προσφιλής.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης