Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμάραντος (ο)

  1. είδος ιαματικού φυτού που φυτρώνει σε ορεινές και πετρώδεις περιοχές. Στο γένος αμάραντος ανήκει και το γνωστό βλίτο, φυτό ιαματικό: Δημ. τραγ.: “Απάνω σ΄ όρη σε βουνό / μάνα και θυγατέρα οι δυο / μαζεύαν τον αμάραντο / και το μελισσοχόρταρο”, κι αλλού: “για δες τε τον αμάραντο σε τι τόπους φυτρώνει;”
  2. όταν κανείς περιπέσει σε δυσχέρειες και στενοχώριες, λέμε: “Κλαίει το αμάραντο”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.