αμάραντος (ο)
- είδος ιαματικού φυτού που φυτρώνει σε ορεινές και πετρώδεις περιοχές. Στο γένος αμάραντος ανήκει και το γνωστό βλίτο, φυτό ιαματικό: Δημ. τραγ.: “Απάνω σ΄ όρη σε βουνό / μάνα και θυγατέρα οι δυο / μαζεύαν τον αμάραντο / και το μελισσοχόρταρο”, κι αλλού: “για δες τε τον αμάραντο σε τι τόπους φυτρώνει;”
- όταν κανείς περιπέσει σε δυσχέρειες και στενοχώριες, λέμε: “Κλαίει το αμάραντο”.