αμάλλιαγος (ο)
αυτός που δεν έχει βγάλει τρίχες “εφηβικές”.
Το ίδιο ισχύει και για τα πουλιά που δεν έχουν βγάλει πούπουλα. “Παιδί αμάλλιαγο είναι ακόμα, πώς να βγει αντάρτης;”, έλεγαν εδώ και κάμποσες δεκαετίες πριν.
μτφρ. = ο καχεχτικός, ο αδύνατος, ή ο θεωρούμενος τέτοιος λόγω ηλικίας: “Εσύ είσαι αμάλλιαγος, κάτσε στ΄ αυγά σου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμάλλιαγος -η -ο: (ἀ-μαλλὸς) = ὁ μήπω ἐμφανίσας τριχοφυΐαν ἢ πτιλοφυΐαν (ἄνηβος, νεοσσός).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης