Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμάλλιαγος (ο)

αυτός που δεν έχει βγάλει τρίχες “εφηβικές”.
Το ίδιο ισχύει και για τα πουλιά που δεν έχουν βγάλει πούπουλα. “Παιδί αμάλλιαγο είναι ακόμα, πώς να βγει αντάρτης;”, έλεγαν εδώ και κάμποσες δεκαετίες πριν.
μτφρ. = ο καχεχτικός, ο αδύνατος, ή ο θεωρούμενος τέτοιος λόγω ηλικίας: “Εσύ είσαι αμάλλιαγος, κάτσε στ΄ αυγά σου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμάλλιαγος -η -ο:  (ἀ-μαλλὸς) = ὁ μήπω ἐμφανίσας τριχοφυΐαν ἢ πτιλοφυΐαν (ἄνηβος, νεοσσός).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.