Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμαλαγιά (η)

  1. τόπος αβόσκητος. μτφρ.: η καλοπέραση ορισμένων σε ξένα σπίτια. Π.χ. για τους αρραβωνιασμένους που καλοπερνούν στα πεθερικά λέμε: “Ηύρε αμαλαγιά”, καλοπερνάει, κάνει ο,τι θέλει.
  2. αμάλαγος, ο αθώπευτος
  3. επί νεανίδων παρθένων: “Πέσαμε σε αμαλαγιά …”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμαλαγιὰ:  /ἡ/ (ἀ-μαλάσσω) = ἀπουσία προσώπων καὶ ἐμποδίων, ἐρημία, ἡσυχία.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.