αμάδα (η)
- μικρή πλακίτσα, ή κρεμμύδι που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι “αμάδες”.
“Μην πετάς μακριά την αμάδα σου”.
Η κανονική όμως ονομασία του παιγνιδιού είναι χάρακας (χάραζαν σε επίπεδη επιφάνεια ένα παραλληλόγραμμο που το χώριζαν σε 8 τετραγωνίδια. Κι έσπρωχναν με το ΄να πόδι (κουτσό) την αμάδα, από 4γωνο σε 4γωνο. - μτφρ. = ενασχόληση με παιδαριώδη πράγματα, με αστειότητες: “Τι, τις αμάδες θα παίξομε τώρα;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμάδα: /ἡ/ (ἧμα, ἵημι <ἡμᾶς) = μικρὸς δισκοειδὴς λίθος χρησιμοποιούμενος πρὸς ρίψιν εἰς τὸ ὁμώνυμον παιχνίδι «τς ἀμάδες».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ή τσομάδα. Κομμάτι από επίπεδη πέτρα ή κεραμίδι που χρησιμοποιούσαν σε παιχνίδια, όπως το κουτσό ή την ντάνα.
Διον. Δ. Κοντογιώργης – Μια ζωή γεμάτη όνειρα