Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμάδα (η)

  1. μικρή πλακίτσα, ή κρεμμύδι που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι “αμάδες”.
    “Μην πετάς μακριά την αμάδα σου”.
    Η κανονική όμως ονομασία του παιγνιδιού είναι χάρακας (χάραζαν σε επίπεδη επιφάνεια ένα παραλληλόγραμμο που το χώριζαν σε 8 τετραγωνίδια. Κι έσπρωχναν με το ΄να πόδι (κουτσό) την αμάδα, από 4γωνο σε 4γωνο.
  2. μτφρ. = ενασχόληση με παιδαριώδη πράγματα, με αστειότητες: “Τι, τις αμάδες θα παίξομε τώρα;”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμάδα:  /ἡ/ (ἧμα, ἵημι <ἡμᾶς) = μικρὸς δισκοειδὴς λίθος χρησιμοποιούμενος πρὸς ρίψιν εἰς τὸ ὁμώνυμον παιχνίδι «τς ἀμάδες».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ή τσομάδα. Κομμάτι από επίπεδη πέτρα ή κεραμίδι που χρησιμοποιούσαν σε παιχνίδια, όπως το κουτσό ή την ντάνα.

Διον. Δ. Κοντογιώργης – Μια ζωή γεμάτη όνειρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.