Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμαχαϊά (η)

όταν κανείς διαπράττει ένα αδίκημα, ένα κατόρθωμα, βρίσκοντας την σχετική ευκαιρία: “πήρε αμαχαϊά και μας κατάκλεψε” – “την έκαμε πάλι την αμαχαγιά του”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμαχα(γ)ϊὰ:  /ἡ/ (ἀ-μάχη, ἀμάχεια) = εὐκαιρία διαπράξεως ἀδικήματος ἢ ἀπρεπείας, κατόρθωμα, ἐπίτευγμα. («ηὗρ’ ἀμαχαϊὰ καὶ μᾶς ἔκλεψε», «τὴν ἔκαμε τν ἀμαχαϊά του».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.