αμαχαϊά (η)
όταν κανείς διαπράττει ένα αδίκημα, ένα κατόρθωμα, βρίσκοντας την σχετική ευκαιρία: “πήρε αμαχαϊά και μας κατάκλεψε” – “την έκαμε πάλι την αμαχαγιά του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμαχα(γ)ϊὰ: /ἡ/ (ἀ-μάχη, ἀμάχεια) = εὐκαιρία διαπράξεως ἀδικήματος ἢ ἀπρεπείας, κατόρθωμα, ἐπίτευγμα. («ηὗρ’ ἀμαχαϊὰ καὶ μᾶς ἔκλεψε», «τὴν ἔκαμε τν ἀμαχαϊά του».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης