αλτσάνα (η)
- το χοντρό σκοινί (παλαμάρι που ρυμουλκούν τις βάρκες).
- παραπλέω την ακτή με ρυμούλκηση.
- η ρυμούλκηση πλεούμενου από τη στεριά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλτσάνα: /ἡ/ (Ἰ. alzaia) = παράπλους τῆς ἀκτῆς διὰ ρυμουλκύσεως ἀπὸ ξηρᾶς, παλαμάρι ρυμουλκύσεως λέμβου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης