Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλτσάνα (η)

  1. το χοντρό σκοινί (παλαμάρι που ρυμουλκούν τις βάρκες).
  2. παραπλέω την ακτή με ρυμούλκηση.
  3. η ρυμούλκηση πλεούμενου από τη στεριά.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλτσάνα:  /ἡ/ (Ἰ. alzaia) = παράπλους τῆς ἀκτῆς διὰ ρυμουλκύσεως ἀπὸ ξηρᾶς, παλαμάρι ρυμουλκύσεως λέμβου.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.