άλτο (το)
το ύψος, ο ψηλός – ναυτ. όρος = το ύψος των διχτυών της τράτας από τα μολύβια ως τους φελλούς.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄλτο: /τὸ/ (Ἰ. alto) = ὑψηλός, τὸ ὗψος (τὸ ὗψος τοῦ διχτυιοῦ ἀπὸ τὰ μολύβια μέχρι τῶν φελλῶν).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης