αλτίνα (η)
μικρός γλάρος, χρώματος λευκόφαιου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁλτίνα -ι: /ἡ, τὸ/ (ἅλλομαι, ἁλτηρία) = μικρόσωμος, λευκόφαιος γλάρος διακρινόμενος δι’ ὀξυδέρκειαν καὶ εὐκινησίαν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης