αλτάνη (η)
- σανιδένια προβολή έξω στο παραθύρι της κουζίνας, όπου οι νοικοκυρές άπλωναν τα κουζινικά που έπλεναν, για να στεγνώσουν.
- πέτρινη ή χτιστή προεξοχή στο μέσα μέρος του παραθυριού, που χρησιμοποιούνταν σαν νεροχύτης κουζίνας, ή και προς τα έξω για την τοποθέτηση γλαστρών με λουλούδια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλτάνη: /ἡ/ (Ἰ. altana) = λιακωτό, σανὶς ἔξω τοῦ παραθύρου τῆς κουζίνας ὅπου τίθενται πρὸς στέγνωσιν τὰ πλυθέντα μαγειρικὰ σκεύη, πιάτα κ.λ.π.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης