αλόκιο (το)
συμφωνία, συμβιβαστική διευθέτηση, εκτίμηση με το μάτι, σε περίπτωση αγοράς ή πώλησης αγαθών.
“πόσο έχουν οι πατάτες; – Τις δίνω αλόκιο όλο το τσουβάλι”.
Εκτίμηση κατ΄ αποκοπή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλόκιο: /τὸ/ σπ. (Ἰ. allogare) = συμφωνία, διευθέτησις, συμβιβασμὸς (Ἰ. al-occhio) = κατ’ ἐκτίμησιν ὁλικήν, κατ’ ἀποκοπήν, μὲ τὸ μάτι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης