Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλόκιο (το)

συμφωνία, συμβιβαστική διευθέτηση, εκτίμηση με το μάτι, σε περίπτωση αγοράς ή πώλησης αγαθών.
“πόσο έχουν οι πατάτες; – Τις δίνω αλόκιο όλο το τσουβάλι”.
Εκτίμηση κατ΄ αποκοπή.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλόκιο:  /τὸ/ σπ. (Ἰ. allogare) = συμφωνία, διευθέτησις, συμβιβασμὸς (Ἰ. al-occhio) = κατ’ ἐκτίμησιν ὁλικήν, κατ’ ἀποκοπήν, μὲ τὸ μάτι.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.