αλησμονώ
Αλησμονώ: (α επιτατ.+λησμονώ) = ξεχνώ, (αρχ.ρ. λανθάνω, επι-λέλησμαι, πρκ.), λήθη = λησμονιά, δωρ. λάθα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
το αρχικό /a/ είναι προθεματικό, πβ. απαρατάω > παρατάω, απαλάμη > παλάμη κ.ά.
(Π.Γ. Κριμπάς)