Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλ(ι)κοτίζω -ομαι και αλικοτίστηκα

αλικοτίζω -ομαι
είμαι αδιάθετος, παρουσιάζω συμπτώματα ασθενείας.
φράση: “Το παιδί αλ(ι)κοτίστηκε, να φέρομε τον παπά να το διαβάσει. Μπορεί να το αβασκάνανε, δεν φωνάζομε την …τάδε να το ξαβασκάνει;”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλ(ι)κοτίζω -μαι:  (Λ. aliquus) = μεταβάλλω ὄψιν ἥ διάθεσιν πρὸς τὸ χειρότερον, ἀδιαθετῶ.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αλκοτίστηκα, αδιαθέτησα. Δύσκολη στην ετυμολογία της η λέξη. Με το (ανύπαρκτο) aliquus του Λάζαρη, έτσι κι αλλιώς άσχετο.  το πιθανότερο να είναι σύνθετη η λέξη από το στερητικό -α- με την πρόληψη του -λ- και της αρχαιοελληνικής κότος (απλοποίηση των δυο -ττ- στη λέξη κόττος, απ΄ όπου και η κότα, λέξη υποθετική κατά το Κριαρά)> Από δω και το κοτώ (κουτάω) ρήμα μεταβατικό κατά τη γραμματική και συν τοις άλλοις σημαίνει κατά τον Μπαμπινιώτη “έχω κουράγιο”. Επομένως το αλικοτίζομαι μπορεί να αποδοθεί: χάνω το κουράγιο μου και κατ΄ επέκταση αδιαθετώ. Αυτά “καθ΄ υπόθεσιν” πάντα, αλλά και πιθανότητα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

 Ἀλικοτίζω = ἀδυνατίζω, ἀλικότισε τό παιδί (ἀδυνάτισε τό παιδί).
 

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


 Αλ(ι)κοτίστηκε: αρρώστησε, έχασε τη δύναμή του. Σύνθετη λέξη από το αλκή (ρώμη, σωματική δύναμις) + κοτέω-κοτέομαι (ζημιώνομαι, οργίζομαι, κακιώνω). Ο κότος είναι η μήνις, η οργή, ο χόλος και «ο πολυετής χόλος και την μήνιν υπεραναβάς». Εδώ και χιλιετίες οι πρόγονοί μας γνώριζαν την αρνητική επίδραση της οργής και του χόλου επί της σωματικής αλκής… Διαχρονική έννοια έκφρασης έλλειψης αλκής και σθένους, η οποία οδηγεί στην ασθένεια (α στερ. + σθένος)…

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα


Ετυμολογική σημείωση:
η λέξη δεν έχει καμία σχέση με το ανύπαρκτο *aliquus, ούτε με τα κότος, κοτέω, αλκή κ.λπ., αλλά προέρχεται απευθεία από το θέμα alıkoydu- του αορίστου του τουρκ. alıkoymak ‘παρεμποδίζω, κατακρατώ, αποδυναμώνω, αχρηστεύω, αφήνω ανάπηρο’ (όλα τα ρηματικά τουρκικά δάνεια στη Νεοελληνική προέρχονται από το θέμα του αορίστου που περιέχει πάντα το μόρφημα di-/-du-/-dι-/-dü- ή, πριν από άηχο σύμφωνο, ti-/-tu-/-tι-/-tü-, πβ. καβουρντίζω, σαστίζω κ.λπ.)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.