αλικιάζομαι (άλικος)
κοκκινίζω από ντροπή.
φράσεις: “Μόλις τον είδα αλικιάστηκα” – “Μου ΄φυγε η κουβέντα κι αλικιάστηκα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλικιάζομαι = κοκκινίζω ἀπό ντροπή, εἶπα κάτι πού δέν ἔπρεπε καί κοκκίνισα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ετυμολογική σημείωση:
από το άλικο(ς), βλ.λ.
(Π.Γ. Κριμπάς)