Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλικιάζομαι (άλικος)

κοκκινίζω από ντροπή.
φράσεις: “Μόλις τον είδα αλικιάστηκα” – “Μου ΄φυγε η κουβέντα κι αλικιάστηκα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ἀλικιάζομαι = κοκκινίζω ἀπό ντροπή, εἶπα κάτι πού δέν ἔπρεπε καί κοκκίνισα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Ετυμολογική σημείωση:
από το άλικο(ς), βλ.λ.

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.