αλιάδα (η)
η σκορδαλιά στην παρασκευή της γίνεται μέσα σε γουδί πέτρινο, ξύλινο, χάλκινο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁλιάδα: /ἡ/ (Λ. allium, Ἰ. agliata) = σκορδάλμη, σκορδαλιά.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
το επίθημα -άδα προέρχεται από το βεν. –ada, αλλά το θέμα αλι- αποδίδει το ιταλ. aglio ‘σκόρδο’, και όχι το αντίστοιχό του βεν. ai ‘σκόρδο’. Εικάζω, συνεπώς, ότι πρόκειται όντως για ιταλικό δάνειο που αρχικά θα είχε τη μορφή *αλιάτα και μετά προσαρμόστηκε κατά τα ουσιαστικά που λήγουν σε -άδα (< βεν. –ada) όπως λεμονάδα, πορτοκαλάδα κ.ά.
(Π.Γ. Κριμπάς)