Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλεύω

περισυλλέγω κρυφά ξένα πράγματα αφύλαχτα (ιδίως καρπούς), παραμονεύω για να τ΄ αρπάξω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἁλεύω:  (ἅλη, ἁλέω, ἁλιεύω) = περισυλλέγω κρυφίως ξένα ἀφύλακτα κινητὰ πράγματα (ἰδίᾳ καρποὺς) περιφερόμενος ἐρευνητικῶς.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
όχι από τα αρχ.ελλ. ἅλη ‘περιπλάνηση’ και ἁλέω ‘αλέθω’, ούτε και από αρχ.ελλ. ἁλεύω ‘απομακρύνω, απωθώ’, αλλά πιθανότατα από το ἁλιεύω, οπότε θα πρόκειται για ενδιαφέρουσα διατήρηση ρήματος που δεν συνεχίζεται στις περισσότερες δημώδεις ποικιλίες της Νεοελληνικής

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.