αλετροπόδα (η)
το πόδι του αλετριού, όπου στο μπροστινό του μέρος προσαρμόζεται το γενί.
Επίσης, το πισινόξυλο που εξέχει του ποδός και το οποίον πατεί ο ζευγάς για να πάει βαθύτερα το υνί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλετροπόδα: /ἡ/ (ἄροτρον-ποῦς) = ὁ ποῦς τοῦ ἀρότρου εἰς τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ ὁποίου προσαρμόζεται τὸ ὑννίον, τὸ ἐξέχον ὀπίσθιον τοῦ ποδὸς τοῦ ἀρότρου τὸ ὁποῖον πατεῖ ὁ γεωργὸς διὰ νὰ βαθύνη τὴν ἄροσιν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
(Στο Βαλαωρίτη). Ο αστερισμός του Ωρίωνα. Στο Σολωμό, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Ι, 19. Εξαρτήματα του αλετριού.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀλετρόποδα = τό πίσω κάτω μέρος τοῦ ἀρότρου πού μπαίνει τό ὑνί καί στηρίζεται ἡ σπάθη, ἡ γούλα καί τό χειρολάδι (χειρολαβή).