Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλεσά (η)

  1. το ποσό των δημητριακών ή άλλων υλικών σε μιαν άλεση: έχομε άλεση δημητριακών, ελιών, πιπεριού και άλεση καφέ (στο χερόμυλο – καφόμυλο): “Με μια αλεσιά σιτάρι ή κριθάρι κάνομε (καρβέλια) δυο ψησές”.
    Στις ελιές η αλεσιά λέγεται επικρατέστερα καμωσά: “Μια καμωσά ελιές μας δίνουν δέκα με δώδεκα μέτρα λάδι” – “Τρεις αλεσιές καφέ ξοδέψαμε στη γιορτή σου”.
    Άλεση δε, λέγεται η ενέργεια του αλέθειν.
  2. ο τρόπος κωπηλάτησης στο λευκαδίτικο μονόξυλο, με τον κωπηλάτη όρθιο στην πρύμνη να σπρώχνει και με τα δυο κουπιά.
  3. το εγκάρσιο μαδέρι στις άκρες του οποίου μπήγονται οι σκαρμοί του μονόξυλου.
  4. Αλεσά λέμε ακόμα και το μεγάλο διασκελισμό κάποιου στο βάδισμα. “Έχει καλή αλεσά, που να τον φτάσω;”.
  5. στο φαγητό: λέμε για μερικούς που τρώνε πολύ γλήγορα: “έχει καλόνε μύλο και καλή αλεσά”.
    Παροιμία: “Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε”.
    Δημ. τραγ.: “Άλεθε, μύλε μου, άλεθε μιας κούρβας το κεφάλι” (Δημοτικά τραγούδια της Λευκάδας, σ. 134).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλεσὰ:  /ἡ/ = ἡ ἄλεσις, ἡ ἐνέργεια τοῦ ἀλέθειν,

ὁ διασκελισμός,
τὸ σύστημα κωπηλατήσεως τοῦ λευκαδίτικου μονόξυλου ὑπὸ κωπηλάτου ὀρθίου εἰς τὴν πρύμνην δι’ ὠθήσεως ἀμφοτέρων τῶν κωπῶν,
τὸ ἐγκάρσιον ξῦλον «μαδέρι» εἰς τὰ ἄκρα τοῦ ὁποίου ἐμπήγνυνται οἱ σκαρμοὶ τοῦ μονόξυλου.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.