αλαμανιά (η)
κλοπή, βίαιη αρπαγή πραγμάτων, συμπεριφορά αλαμάνου: “Τούρκοι κι Αλαμάνοι” (Γερμανική φυλή).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλαμανιὰ: /ἡ/ (Ί. a la mano) = λαθροχειρία, ὑφαρπαγή, κλοπή.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
πιθανότατα από το ιταλ. alla mano (ορθή γραφή) ή το βεν. a la mn, και οπωσδήποτε όχι από το αρχαίο έθνος των Αλαμανών
(Π.Γ. Κριμπάς)