αλαμπρατσέττο (επίρρ.)
αγκαζέ, πιασμένοι από τον βραχίονα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από το ιταλ. all’abbraccetto ‘στην αγκαλίτσα’, ίσως και με παρετυμολογική επίδραση του μπράτσο (< braccio ‘μπράτσο, βραχίονας’, απ’ όπου και το abbracciare ‘αγκαλιάζω’ > abbraccio ‘αγκαλιά’ και ‘ασπασμός’). Είναι πιθανό επίσης να προέρχεται από το επιρρηματικοποιημένο αλά (α λα) < ιταλ. alla/βεν. a la και παιγνιώδη σύνθεση του ουσιαστικού μπράτσο με ηχητικά οικείες ιταλικές/βενετικές καταλήξεις (-άντε, -έττο), βλ. και αλαμπρατσάντε, αλαμπράτσο
(Π.Γ. Κριμπάς)
βλ. και αλαμπρατσάντε