ακουρμαίνομαι
Ἀκουρμαίνομαι: (ἀκρόαμα) = ἀκροῶμαι, ἀκούω μετὰ προσηλώσεως.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ακουρμαίνομαι, ωτακουστώ. Κρυφακούω, ακούω με προσοχή. Από το ακροώμαι, ακρόαμα (και ακρουμάζομαι). Βαλαωρίτης (Διάκος) “και τα παιδιά ακουρμαίνονται” (Σελ. 270).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀκουρμαίνομαι § οὐδ. ἀκούω προσεκτικῶς.
Σημ. ἐκ τοῦ ἀκρόαμαι. Μεταθέσει μὲν τοῦ Ρ ἀκοράομαι, κατὰ τὰ κράτος, κάρτος, μέτριος, μέτιρος. Ἐκ τούτου ἀκοραίνομαι τροπῇ τῆς καταλήξεως αω εις αινω κατὰ τὰ βάω, βαίνω· ἐκ τούτου ἀκουραίνομαι (Σύλλ. 14), καὶ τέλος ἐκ τούτου Ἀκουρμαίνομαι (Σύλλ. 10).
βλ. ακρομαίνομαι ή ακρουμαίνομαι και ακρο(υ)μάζομαι καί ακουρμάζομαι