Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ακουμπέτι

σύμφωνος, αναπόσπαστος, ακόλουθος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀκουμπέτ(ι):  /τὸ/ ἐπίθ. ἄκλ. (Ἰ. accubitore) = ἀκόλουθος, ἀναπόσπαστος, σύμφωνος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
όχι από ιταλ. accubitore, αλλά από τουρκ. akıbet ‘κατακλείδα, επακόλουθο’

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.