ακλερίτης -ισσα
ο άτεκνος, αυτός που δεν έχει κληρονόμους: οι ακλερίτες μειονεκτούν κοινωνικά και θεωρούνται γενικά τσιγκούνηδες: “Τι; τις τσιγκουνιές άρχισες; Κειό δεν είσαι ακλερίτης …”, λέμε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀκλερίτης: /ὁ/ (ἀ-κλῆρος) = ὁ μὴ ἔχων κατιόντας κληρονόμους, ὁ ἄπαις, ὁ ἄτεκνος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και Ἄκλερος καί ἄκληρος