ακλαδαριά (η)
ακλάδευτο κλήμα, μεγάλη βέργα σ΄ ακλάδευτο αμπέλι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀκλαδαριὰ: /ἡ/ (ἀ-κλαδεύω) = ἐκτεταμένος κλάδος ἀκλαδεύτου κλήματος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ακλάδευτο κλήμα, μεγάλη βέργα σ΄ ακλάδευτο αμπέλι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀκλαδαριὰ: /ἡ/ (ἀ-κλαδεύω) = ἐκτεταμένος κλάδος ἀκλαδεύτου κλήματος.