ακάμωτος -η -ο
ο ημιτελής, ο μη καμωμένος, ανεπεξέργαστος
συνώνυμο: αγένωτος
φράσεις: “έχω μια κάδη γιομάτη ελιές ακάμωτες”, δηλ. δεν τις πήγα στο λιτρουβειό για στύψιμο. – “έχεις ελιές ακάμωτες;” – “Το ψωμί είναι ακάμωτο”, δηλ. δεν είναι έτοιμο για να πάει στο φούρνο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀκάμωτος § ὁ μὴ είσέτι ποιηθεὶς § ἡμιτελής, ἀνεπεξέργαστος, συνώνυμον τοῦ ἀγένωτος. Π. ψωμὶ ἀκάμωτο = ἄρτος ἀκατάμακτος.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου