Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ακάμωτος -η -ο

ο ημιτελής, ο μη καμωμένος, ανεπεξέργαστος
συνώνυμο: αγένωτος
φράσεις: “έχω μια κάδη γιομάτη ελιές ακάμωτες”, δηλ. δεν τις πήγα στο λιτρουβειό για στύψιμο. – “έχεις ελιές ακάμωτες;” – “Το ψωμί είναι ακάμωτο”, δηλ. δεν είναι έτοιμο για να πάει στο φούρνο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ἀκάμωτος § ὁ μὴ είσέτι ποιηθεὶς § ἡμιτελής, ἀνεπεξέργαστος, συνώνυμον τοῦ ἀγένωτος. Π. ψωμὶ ἀκάμωτο = ἄρτος ἀκατάμακτος.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.